- χαριτία
- ἡ, Α [χάρις, -ιτος]χαριεντισμός, πείραγμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαριτία — χαριτίᾱ , χαριτία jest fem nom/voc/acc dual χαριτίᾱ , χαριτία jest fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριτίαν — χαριτίᾱν , χαριτία jest fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek